ὀλβιστήρ
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A one who makes prosperous, Dioscorus in PLit.Lond.981i7 (pl.).
Greek Monolingual
ὀλβιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο, που παρέχει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλβίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].