στενακτέον
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A one must bewail, τὰ τούτων E.Supp.291.
Greek (Liddell-Scott)
στενακτέον: πρέπει τις νὰ στενάξῃ, νὰ θρηνήσῃ, τὰ τούτων Εὐρ. Ἱκέτ. 291.
Greek Monotonic
στενακτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να αναστενάξει, να θρηνήσει, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
στενακτέον: adj. verb. к στενάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στενακτέον [στενάζω] adj. verb. er moet geweeklaagd, gejammerd worden