στερροσώματος

From LSJ
Revision as of 19:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερροσώμᾰτος Medium diacritics: στερροσώματος Low diacritics: στερροσώματος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: sterrosṓmatos Transliteration B: sterrosōmatos Transliteration C: sterrosomatos Beta Code: sterrosw/matos

English (LSJ)

ον,

   A with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).

Greek (Liddell-Scott)

στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλο-σώματος].