στρογγυλοτομία

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλοτομία Medium diacritics: στρογγυλοτομία Low diacritics: στρογγυλοτομία Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: strongylotomía Transliteration B: strongylotomia Transliteration C: stroggylotomia Beta Code: stroggulotomi/a

English (LSJ)

ἡ,    A operation for abscess, Cass.Fel.18.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλοτομία: ἡ, ὄνομα ἐγχειρήσεως ἐν ἀποστήμασι, Cas. Felix de med. XVIII, ἔκδ. Val. Rose.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρουργική επέμβαση για διάνοιξη αποστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω)].