συμβολοφύλαξ
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.