ἀκανθοφόρος

Revision as of 11:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A producing thorns, Thphr.HP3.18.2.    2 prickly, ἐχῖνος Nonn.D.13.421.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθοφόρος: -ον, ὁ ἀκανθώδης, ὁ ἔχων ἀκάνθας, ἐχῖνος, Νόνν. Δ. 13. 421. 2) ὁ φέρων ἢ παράγων ἀκάνθας, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 espinoso ἐχῖνος Nonn.D.13.421, fig. de la sensualidad, Isid.Pel.Ep.M.78.321A.
2 que produce espinos γῆ Origenes Io.6.58, Cyr.H.Catech.2.4, Gr.Naz.M.37.1530.

Greek Monolingual

-ο(ν) (Α ἀκανθοφόρος)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που έχει επάνω του αγκάθια
«ἀκανθοφόρος ἐχῑνος» (Νόννος, Δίον. 13, 421)
2. (αγρός) όπου φυτρώνουν αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. ακανθοφορώ].