δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
ἀκανθώδης, ἀκάνθινος, ἀκανθής, ἀκανθήεις, ἀκανθοειδής, ἀκανθικός, ἀκανθοφόρος, βατώδης, ἀκράχολος