ἀμπελοφάγος

From LSJ
Revision as of 12:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελοφάγος Medium diacritics: ἀμπελοφάγος Low diacritics: αμπελοφάγος Capitals: ΑΜΠΕΛΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: ampelophágos Transliteration B: ampelophagos Transliteration C: ampelofagos Beta Code: a)mpelofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A eating or gnawing vines, ἶπες Str.13.1.64.

German (Pape)

[Seite 129] die Reben benagend, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ διαβιβρώσκων, φθείρων τὰς ἀμπέλους, Στράβ. 613.

Spanish (DGE)

-ον que se come las vides ἶπες Str.13.1.64.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀμπελοφάγος)
αυτός που τρώει, που καταστρέφει τα κλήματα ή τα φύλλα της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φάγος, ἔφαγον, αορ. β' του ἐσθίω].