ἀπεκδίδωμι
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
A relet (after cancelling a contract), CIG2266 (Delos); simply, contract for, στήλην Michel468.72 (Iasus); ὅπως στήλη κατασκευασθῇ ib.481.31 (Priene).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκδίδωμι: δίδω εἰς ἄλλον, ἐκμισθῶ, ἐξέστω τοῖς ἐπιστάταις καὶ ἀπεκδοῦναι τὰ κατά [λειφθέντα(;)] Ἐπιγραφ. Δήλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266: ἐν ἐπιγρ. Πριήνης (Βρετ. Μουσ. 41531) ἐκφέρεται διὰ τοῦ γ: ἀπεγδοῦναι = ἐκδοῦναι.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀπεγ- en pap.
1 dar en matrimoniode Sara (γυναῖκα) ἑπτὰ ἀνδράσιν LXX To.3.8S.
2 contratar c. ac. de pers. τὸν νεωποίην ... ἀπεγδοῦναι ὅπως στήλη ... κατασκευασθῇ IPr.18.32 (III a.C.)
•c. ac. y dat. ἐρίων μν(ᾶς) κε καὶ ἀπέγδος Ἀρτεμιδώρῳ ἵνα κατασκευάσῃ PCair.Zen.241.2 (III a.C.).
3 dar en contrata c. ac. de una obra τὴν διώρυγα PCair.Zen.220.2 (III a.C.), ἀπεκδοῦναι τὰ καταλειφθέντα τῶν ἔργων ID 502A.4 (III a.C.), en v. pas. PCair.Zen.68.3 (III a.C.)
•dar en alquiler αἶγες ... ἃς σὺ ἀπεξέδωκας PMich.Zen.67.17 (III a.C.).