ἀπελασία
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ἡ, (ἀπελαύνω) A driving away, POxy.1252r6 (iii A. D.), PLond.2.403.12 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 286] ἡ, das Wegtreiben, Hesych. διωγμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελᾰσία: ἡ, (ἀπελαύνω) τὸ ἀπελαύνειν, διωγμός, Κυρίλλ. Ἱερ. κατήχ. σ. 206Β.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 robo, abigeato προβάτων ... ἀπελασίαν ὁμολόγησε PLond.403.12, 15, 19 (IV d.C.), περὶ ἀπελασίας ἐστιν ἡ διάγνωσις POsl.84.4 (II d.C.), τῶν χοιρῶν PLond.407.8 (IV d.C.), κτηνῶν PLond.408.9 (IV d.C.), ζῴων καὶ ἑτέρων σκευῶν PMasp.1.12 (VI d.C.), cf. POxy.1252.1.6, SB 9691.24 (IV d.C.).
2 expulsión de los demonios, Meth.Palm.M.18.389A.
3 persecución Hsch.