ἀπόνιψις
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
εως, ἡ,
A washing off or away, Herod.Med. ap. Orib.Fr.106, prob. l. for ἄποψις in Callix.2.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, das Abwaschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνιψις: -εως, ἡ, ἀπόπλυσις, ἡ διὰ τῆς πλύσεως ἀποβολὴ τῆς ἀκαθαρσίας, μεταφ., εἰς ἀπόνιψιν ἁμαρτίας Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 713, κλ.: καθόλου, πλύσις, νίψιμον, Ὀρειβάσ. 3. 104.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de lavar, lavado Herod.Med. en Orib.Ec.105.6, Callix.2.26
•del bautismo ἀ. τῶν ῥυτίδων Isid.Pel.Ep.M.78.416A, cf. Cyr.Al.M.72.712B
•lavatorio litúrgico ὑποδιάκονος διδότω ἀπόλιψιν χειρῶν τοῖς ἱερεῦσιν Const.App.8.11.12 (var.), ἀ. τοῦ ἱεράρχου Dion.Ar.EH M.3.440B.