ἐγκτερεΐζω
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
A bury in, τύμβῳ A.R.1.1060, cf. Tryph.179.
German (Pape)
[Seite 710] τύμβῳ, darauf die Todtenopfer vollziehen, Ap. Rh. 1, 1060.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκτερεΐζω: τελῶ ἐπικηδείους τελετάς, θύω, τύμβῳ ἐνεκτερέϊξαν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1060.
Spanish (DGE)
enterrar (Κύζικον) τύμβῳ ἐνεκτερέιξαν A.R.1.1060, cf. Triph.179.
Greek Monolingual
ἐγκτερεΐζω (Α)
αποδίδω επικήδειες τιμές.