ἐπικαταρρέω

Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3.    II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.

Greek Monolingual

ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταρρέω: (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.).

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to fall down upon, τινί Plut.