ἐπιμωκάομαι
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
A mock at, Sch.S.OT970, Sch.A.R.1.486:—also ἐπιμῠλ-μωκεύω, v.l. in Luc.JTr.16.
German (Pape)
[Seite 964] dabei höhnisch lachen, verhöhnen, Sehol. Soph. O. R. 970.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμωκάομαι: Ἀποθ., ἐμπαίζω, χλευάζω, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Ο. Τ. τοῦ Σοφοκλ. σχολ.· ― ἐπιμωκεύω, διάφ. γραφ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγ. 16.