ἐπιμωκάομαι

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμωκάομαι Medium diacritics: ἐπιμωκάομαι Low diacritics: επιμωκάομαι Capitals: ΕΠΙΜΩΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epimōkáomai Transliteration B: epimōkaomai Transliteration C: epimokaomai Beta Code: e)pimwka/omai

English (LSJ)

mock at, Sch.S.OT970, Sch.A.R.1.486:—also ἐπιμῠλ-μωκεύω, v.l. in Luc.JTr.16.

German (Pape)

[Seite 964] dabei höhnisch lachen, verhöhnen, Sehol. Soph. O. R. 970.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμωκάομαι: Ἀποθ., ἐμπαίζω, χλευάζω, μνημονεύεται ἐκ τῶν εἰς Ο. Τ. τοῦ Σοφοκλ. σχολ.· ― ἐπιμωκεύω, διάφ. γραφ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγ. 16.