ὀπισθοβαρής

From LSJ
Revision as of 00:17, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοβᾰρής Medium diacritics: ὀπισθοβαρής Low diacritics: οπισθοβαρής Capitals: ΟΠΙΣΘΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: opisthobarḗs Transliteration B: opisthobarēs Transliteration C: opisthovaris Beta Code: o)pisqobarh/s

English (LSJ)

ές,    A loaded behind, metaph., τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῖς ἀνάγκαι OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.), cf. Plot.6.9.4, Simp.in Epict.p.35 D.    2 name of an eye-salve, Aët.7.115 : as Adj., ἄδηκτον μὲν ὀ. δέ ib.109.

German (Pape)

[Seite 358] ές, hinten beschwert, Simplic. ad Epict. p. 128.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοβᾰρής: -ές, ὁ ὄπισθεν βεβαρημένος, πεφορτισμένος, Πλωτῖν. 6. 9, 4.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀπισθοβαρής, -ές)
φορτωμένος στο πίσω μέρος, πισώβαρος
αρχ.
1. μτφ. αυτός του οποίου το βάρος θα γίνει αισθητό στο μέλλον («τῆς ἀσεβείας ὀπισθοβαρεῑς ἀνάγκαι», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀπισθοβαρές
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. υπερ-βαρής].