ὑπαναχώρησις
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
εως, ἡ, A gradual retirement, D.H.3.19 (pl.), Sor.1.68 (pl.), Hld.1.19.
German (Pape)
[Seite 1182] ἡ, das allmälige od. heimliche Zurückgehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαναχώρησις: -εως, ἡ, ἡ κατ᾿ ὀλίγον γινομένη ὑποχώρησις, ἢ ἀποχώρησις, Διον. Ἁλ. 3. 19.