ἀμηχανοεργός

From LSJ
Revision as of 12:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμηχᾰνοεργός Medium diacritics: ἀμηχανοεργός Low diacritics: αμηχανοεργός Capitals: ΑΜΗΧΑΝΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: amēchanoergós Transliteration B: amēchanoergos Transliteration C: amichanoergos Beta Code: a)mhxanoergo/s

English (LSJ)

όν,    A unfit for work, Hes.Fr.198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχᾰνοεργός: -όν, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀποσπ. 13.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνοεργός) -όν
incapaz de trabajar γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.Fr.123.

Greek Monolingual

ἀμηχανοεργός, -όν (Α)
ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἀμηχᾰνοεργός: неспособный к труду Hes.