ἀνοίκτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who opens, A.D.Synt.324.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοίκτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνοίγων, Ἀπολλ. Δυσκ. Συντ. 324. 6· ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ persona que abre neologismo para ejemplificar el valor de ἀνά A.D.Synt.324.6.