ἀστερίτης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
(sc. λίθος), ὁ, name of a
A mythical precious stone, Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερίτης: ὁ, λίθος τις εὑρισκόμενος, καθ’ ἃ λέγεται, ἐντὸς θαλασσίου κητώδους ἰχθύος, «ὃν (τὸν ἀστερίαν) εἰς ἥλιον τεθέντα ἀνάπτεσθαι, ποιεῖν δὲ καὶ πρὸς φίλτρον» Φωτ. Βιβλιοθ. κῶδ. 190. σ. 153, 23.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ n. de una piedra preciosa legendaria, Ptol.Chenn.7.19, Ps.Democr.p.50, Isid.Etym.16.10.3.