ὀργανόω
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
in Pass.,
A to be organized, πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν S.E.M.7.126, cf. Porph.Abst.3.8.
German (Pape)
[Seite 369] mit den nöthigen Werkzeugen versehen, organisiren, αἰσθήσει καὶ λόγῳ δοκεῖ ὠργανῶσθαι ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν, S. Emp. adv. math. 7, 126.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργᾰνόω: κατασκευάζω, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8719. - Παθ., ὀργανανοῦμαι, λαμβάνω τὴν δέουσαν ὀργάνωσιν, πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126.
Russian (Dvoretsky)
ὀργᾰνόω: снабжать орудиями, наделять средствами, оснащать (αἰσθήσει καὶ λόγῳ ὀργανῶσθαι πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν Sext.).