βουκεφάλιον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A ox-head, used as an ornament, Lys.Fr.34, SIG695.71 (Magn. Mae.); β. χρυσᾶ SIG2588.199 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 456] τό, Ochsenkopf, Lysias bei Ath. V, 210 a.
Greek (Liddell-Scott)
βουκεφάλιον: τό, βοὸς κεφαλή, Λυσ. Ἀποσπ. 18.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cabeza de toro, bucranio figura utilizada como elemento decorativo (ἡ ἐγγυθήκη) Σατύρων ἔχει πρόσωπα καὶ βουκεφάλια Lys.Fr.32, βουκεφάλια χρυσᾶ ID 442B.199 (II a.C.), cf. IM 100b.23 (II a.C.).
Greek Monolingual
βουκεφάλιον, το (Α) βουκέφαλος
κόσμημα σε σχήμα κεφαλής βοδιού.