κολοβοτράχηλος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβοτράχηλος Medium diacritics: κολοβοτράχηλος Low diacritics: κολοβοτράχηλος Capitals: ΚΟΛΟΒΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: kolobotráchēlos Transliteration B: kolobotrachēlos Transliteration C: kolovotrachilos Beta Code: kolobotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A stump-necked, Adam.2.21.

German (Pape)

[Seite 1474] kurzhalsig, Adam. phys. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοτράχηλος: -ον, ἔχων κολοβόν, ἤτοι ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.

Greek Monolingual

κολοβοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ατελώς ανεπτυγμένο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + τράχηλος.