λυκόφθαλμος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ, A wolf-eye, a precious stone, Plin.HN37.187.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκόφθαλμος: ὁ, λύκου ὀφθαλμός, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 72.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« œil de loup », sorte de pierre précieuse.
Étymologie: λύκος, ὀφθαλμός.
Greek Monolingual
λυκόφθαλμος, ἡ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ὀφθαλμός (πρβλ. γλαυκ-όφθαλμος, μεγαλ-όφθαλμος)].