λωτοβοσκός
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
όν, A lotus-eating, φῦλον Trag.Adesp.236.
Greek Monolingual
λωτοβοσκός, -όν και λωτόβοσκος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται με λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + βοσκός.