λωτοβοσκός
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
λωτοβοσκόν, lotus-eating, φῦλον Trag.Adesp.236.
Greek Monolingual
λωτοβοσκός, -όν και λωτόβοσκος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται με λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + βοσκός.