μαρμαρουργός
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ὁ, A marble-mason, Tz.H.9.131.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ εἰς μάρμαρα ἐργαζόμενος, Τζέτζ. Ἱστ. 9.131.
Greek Monolingual
μαρμαρουργός, o (Μ)
μαρμαρογλύπτης, μαρμαράς.