οἰνοχίτων
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ἁ, ἡ, A vine-clad, οἰνοχίτωνας ἐλαίας Call.Fr.anon.211 ; δρύες -χίτωνες ib.158.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοχίτων: ὁ, ἡ, ἔχων ὡς χιτῶνα ἄμπελον, κεκαλυμμένος διὰ κλάδων ἀμπέλου, ἐλάται, δρύες, παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
οἰνοχίτων, -ωνος, ὁ ἡ (Α)
καλυμμένος, σκεπασμένος με κλαδιά αμπέλου («οἰνοχίτωνος ἐλαίας», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χιτών, -ῶνος (πρβλ. σιδηρο-χίτων)].