χαλινοποιός
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ὁ, A bridle-maker, Them.Or.26.329a, Gloss.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει χαλινάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + -ποιός].