χιμαιροβάτης

From LSJ
Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμαιροβάτης Medium diacritics: χιμαιροβάτης Low diacritics: χιμαιροβάτης Capitals: ΧΙΜΑΙΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: chimairobátēs Transliteration B: chimairobatēs Transliteration C: chimairovatis Beta Code: ximairoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,    A goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).

Greek (Liddell-Scott)

χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.

Russian (Dvoretsky)

χῐμαιροβάτης: ου adj. m козлоногий (Πάν Anth.).