ἐργαστηριακός

From LSJ
Revision as of 22:28, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστηριακός Medium diacritics: ἐργαστηριακός Low diacritics: εργαστηριακός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: ergastēriakós Transliteration B: ergastēriakos Transliteration C: ergastiriakos Beta Code: e)rgasthriako/s

English (LSJ)

ή, όν,    A practising a handicraft, ἄνθρωποι Plb.38.12.5 : -κοί, οἱ, work-people, D.S.31.25.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐργαστηριακός, -ή, -όν) εργαστήριο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασίαπλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν
φόρος που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί.