ὀλιγώρως
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
French (Bailly abrégé)
adv.
avec négligence ou mépris : ὀλιγώρως ἔχειν XÉN être indifférent ; ὀλιγώρως ἔχειν τινός IS, πρός τι ISOCR négliger ou mépriser qch.
Étymologie: ὀλίγωρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγώρως: небрежно, пренебрежительно, безразлично, тж. презрительно (διακεῖσθαι Lys.; φέρειν τι и ἔχειν τινός Plut.; ὀ. ἔχειν καὶ κοσμίως Plat.).
English (Woodhouse)
(see also: ὀλίγωρος) heedlessly