πενθητήριος

Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A mourning, of mourning or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7 ; πενθητήριοι βόθροι = trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.

German (Pape)

[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθοςπλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πενθητήριος: -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πενθητήριος: скорбный (πλόκαμος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθητήριος -α -ον [πενθητήρ] rouw-, ten teken van rouw.

Middle Liddell

πενθητήριος, η, ον πενθέω
of or in sign of mourning, Aesch.