γελωτοποιία
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
chiste, broma, payasada ἠρώτων αὐτὸν τί ὁρῶν ἐν τῇ γελωτοποιίᾳ μέγα ἐπ' αὐτῇ φρονοίῃ le pregunté qué veía en la broma para estar tan orgulloso de ella X.Smp.4.50, κωμική Luc.Salt.68, εἰς γελωτοποιΐαν τοῖς γράφουσι τοὺς μίμους Gal.2.644, cf. Poll.9.148, D.C.79.4.1, Procop.Arc.15.24, EM 218.15G.
Greek Monolingual
η (AM γελωτοποιΐα)
η ιδιότητα και η τέχνη του γελωτοποιού, το να προκαλεί κανείς γέλια στους άλλους.
Middle Liddell
[from γελωτοποιός
buffoonery, Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελωτοποιία -ας, ἡ γελωτοποιός grappenmakerij.