πεδιεινός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν,
A flat, level, χῶρος Hdt.7.198 (v.l. πεδινός) ; πεδιναὶ ὑποχωρήσεις Plb.1.34.8 ; τὰ πεδινά Arist.Pr.880b28, Aen.Tact.1.2, Onos.18, Plu.Nic.26 : Comp. πεδιεινότερος Pl.Lg.704d ; πεδινώτερος X.An.5.5.2. II of the plain, found on the plain, opp. ὄρειος, λαγώς Id.Cyn.5.17. (πεδινός, v.l. πεδεινός) ; [δένδρα] πεδεινά Thphr.HP1.8.1, cf. 3.11.2 ; πεδινὸν ἄνθος, = ἀργεμώνη, Ps.-Dsc.2.177. (πεδιεινός may have become πεδῑνός (written also πεδεινός) about 150 B.C. ; πεδῐνός is dub., since πεδινώτερος may be f. l. in X.An. l. c.)
German (Pape)
[Seite 541] = πεδιαῖος, Plat. Legg. IV, 704 d, wo Bekker πεδιεινοτέραν statt πεδινωτέραν aus fünf Handschriften hergestellt hat.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιεινός: ἴδε πεδινός·
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(δ. γρφ.) βλ. πεδινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδιεινός -ή -όν [πεδίον] vlak.
Russian (Dvoretsky)
πεδιεινός: Plat. = πεδινός.