ὀφειλέω
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
A = ὀφείλω, in Pass., to be due, τιμωρίη dub. l. in Eus.Mynd.31. II in Act., to be bound to... c. inf., dub. l. in Id.48.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφειλέω: μεταγεν. τύπος τοῦ ὀφείλω· ― Παθ., ὀφείλομαι, τιμωρίη Εὐσ. παρὰ Στοβ. 196, 49. ΙΙ. εἶμαι ὑπόχρεως νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., αὐτόθι 46. 35.