νυκτίρεμβος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ον,
A strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11 : wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.
Greek Monolingual
νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].