καταπλακών
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
aor. 2 part. (v. ἀμπλακεῖν); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) should be corrected thus: καταπλακών· διαμαρτών:—καταπτακών· καταπτήξας.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλακών: ἀόρ. β΄ μετοχ., (ἴδε ἀμπλακεῖν)·- ἡ λέξις τοῦ Ἡσυχίου (καταπλακών, καταπτήξας, διαμαρτών), διορθωτέα οὕτω: καταπλακών, διαμαρτών·- καταπτακών, καταπτήξας.