κράτεσφι
From LSJ
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κράτεσφι: ᾱ, Ἐπικ. δοτ. τοῦ κράς, Ἰλ. Κ. 156.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. poét. de κράς.
English (Autenrieth)
see κάρη.
Greek Monotonic
κράτεσφι: [ᾱ], Επικ. δοτ. πληθ. του κράς.
Russian (Dvoretsky)
κράτεσφι: (ᾱ) эп. dat. pl. к *κράς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράτεσφι ep. dat. sing. van κράς.