εἰσκρούω
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
A knock in, πύνδακα Pherecr.105, Thphr.Char.30.11 (cj.).
German (Pape)
[Seite 744] τὸν πύνδακ' εἰσέκρουσε, hineinstoßen, Phereer. bei Poll. 10, 79.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκρούω: κρούω ἐντός, κτυπῶ μέσα, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 7 (Πολυδ. Ι΄, 79).
Spanish (DGE)
hundir hacia dentro de un golpe, abollar τῆς χοίνικος τὸν πύνδακ' εἰσέκρουσεν Pherecr.110, en v. pas. c. ac. de rel. μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν utilizar una medida de fondo abollado Thphr.Char.30.11.