δίορος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
A = διαστάτης, Hsch.; stone used in the game ἐφεδρισμός, Poll.9.119.
German (Pape)
[Seite 635] abgränzend, Hesych.; λίθος Poll. 9, 119.
Greek (Liddell-Scott)
δίορος: ὁ διαχωρίζων, «διαστάτης», Ἡσύχ.· λίθος ἐν χρήσει κατὰ τὴν παιδιάν, ἥτις καλεῖται ἐφεδρισμός, Πολυδ. Ιʹ, 119.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ piedra divisoria, mojón n. de una piedra empleada como meta en el juego «ἐφεδρισμός» Poll.9.119, cf. Hsch. Cf. δίσορος.