σκάλαυθρον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
τό, A oven-rake, gloss on σπαύλαθρον, Hsch.; on σπάλαυθρον, Phot.; cf. σκάλευθρον, σπάλαθρον.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλαυθρον: καὶ σπάλαυθρον [ᾰ], τό, ὄργανον δι’ οὗ σκαλεύται ἢ ἀναδαυλίζεται τὸ πῦρ, Ἡσύχ., Φώτ.· ὁ Πολυδ. Ι΄, 113 ἔχει σπάλαθρον, καὶ ἐν Ζ΄, 22 σκάλευθρον· - οἱ δόκιμοι τύποι φαίνεται ὅτι εἶναι σκάλευθρον, σπάλαθρον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον.