στηλοκοπέω
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
A inscribe on a στήλη, as a form of punishment, Hyp.Fr.239 (Pass.): metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν τῇ συγγραφῇ -κόπησε D.C.43.9.
German (Pape)
[Seite 941] in eine Säule einhauen; = στηλιτεύω, Hyperid. bei Poll. 8, 73; D. Cass. 43, 9.
Greek (Liddell-Scott)
στηλοκοπέω: ἐπιγράφω ἐπὶ στήλης, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 73.