τωθαστικός

From LSJ
Revision as of 09:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθαστικός Medium diacritics: τωθαστικός Low diacritics: τωθαστικός Capitals: ΤΩΘΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tōthastikós Transliteration B: tōthastikos Transliteration C: tothastikos Beta Code: twqastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A mocking, scornful, ὄρχησις D.H.7.72; of persons, Poll.5.161. Adv. -κῶς D.L.4.2, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τωθαστικός: -ή, -όν, ἐμπαίζων, χλευαστικός, ἐμπαικτικός, οὐ μόνον ἐκ τῆς ἐναγωνίου τε καὶ κατεσπουδασμένης ὀρχήσεως τῶν χορῶν ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς κερτόμου και τωθαστικῆς Διον. Ἁλ. 7. 72· ἐπὶ προσώπων, Πολυδ. Ε΄, 161. - Ἐπιρρ., -κῶς, Διογ. Λ. 4. 2, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τωθαστής
χλευαστικός, εμπαικτικός.
επίρρ...
τωθαστικῶς Α
χλευαστικά, περιπαικτικά.