ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: λαϊνόχειρ | Medium diacritics: λαϊνόχειρ | Low diacritics: λαϊνόχειρ | Capitals: ΛΑΪΝΟΧΕΙΡ |
Transliteration A: laïnócheir | Transliteration B: lainocheir | Transliteration C: lainocheir | Beta Code: lai+no/xeir |
σκληρόχειρ, Hsch.
λαϊνόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό-χειρ, κρατερό-χειρ].