εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: μετορμίζω | Medium diacritics: μετορμίζω | Low diacritics: μετορμίζω | Capitals: ΜΕΤΟΡΜΙΖΩ |
Transliteration A: metormízō | Transliteration B: metormizō | Transliteration C: metormizo | Beta Code: metormi/zw |
Ion. for μεθορμίζω.
ion. c. μεθορμίζω.
μετορμίζω: Ἰων. ἀντὶ μεθορμίζω, Ἡρόδ. 2. 115, 7. 182.
μετορμίζω (Α)
(ιων.τ.) βλ. μεθορμίζω.
μετορμίζω: Ιων. αντί μεθορμίζω.