πετραῖον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
τό( A = ἀσπάραγος ἄγριος, acc. to Ps.-Dsc.2.125), a rock plant, Thphr.HP9.15.7 (nisi leg. κατὰ), Nic.Fr.71.2 (πετρίου codd. Ath.).
Greek (Liddell-Scott)
πετραῖον: τό, φυτόν τι τῶν βράχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 7.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. πετραῑος.