φυτοεργός

From LSJ
Revision as of 16:49, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτοεργός Medium diacritics: φυτοεργός Low diacritics: φυτοεργός Capitals: ΦΥΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: phytoergós Transliteration B: phytoergos Transliteration C: fytoergos Beta Code: futoergo/s

English (LSJ)

όν, poet. for φυτουργός, D.P.997, AP9.4 (Cyllen.).

German (Pape)

[Seite 1320] = φυτουργός, D. Per. 997.

Russian (Dvoretsky)

φῠτοεργός: ὁ Anth. = φυτουργός.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτοεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ φυτουργός, Διόν. Π. 9. 4.

Greek Monolingual

-όν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φυτουργός.

Greek Monotonic

φῠτοεργός: -όν, ποιητ. αντί φυτουργός, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῠτο-εργός, όν [poetic for φυτουργός, Anth.]