ἁλωνικός
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
ή, όν, A for a threshing-floor, ὑποζύγια prob. in PStrassb.93.5 (ii B. C.); κόσκινον Edict.Diocl. 15.56.
Spanish (DGE)
-ή, -όν para la trilla κόσκινον DP 15.56a.