ἐκτεκμαίρομαι
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
aor. I part. Pass. ἐκτεκμαρθείς, A to be made out by guessing, Orac. ap. Eus.PE5.23.
German (Pape)
[Seite 780] verstärktes simplex, Or. bei Euseb. pr. ev. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτεκμαίρομαι: παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α.
Spanish (DGE)
indicar, disponer, asignar en v. pas. τὸ δ' ἐκτεκμαρθὲν lo que está fijado (por el destino), Orác. en Oenom.15.5.